Ὁ φυλλομάντης
Ἀπόψε βράδυ Αὐγούστου ὀχτὼ
Ναυαγισμένο στὰ ρηχὰ τῶν ἄστρων
Τὸ παλιό μου σπίτι μὲ τὰ σαμιαμίθια
Καὶ τὸ χυμένο τὸ κερὶ στὸ κομοδίνο ἐπάνω
Πόρτες παράθυρα ἀνοιχτὰ
Τὸ παλιό μου σπίτι ἀδειάζοντας
Φορτίο τῆς ἐρημιᾶς μέσα στὴ νύχτα.
Σαστισμένες φωνὲς κι ἄλλες ποὺ ἀκόμη
Τρέχοντας μες στὶς φυλλωσιὲς ἀστράφτουν σὰν
Μυστικὰ περάσματα πυγολαμπίδας
Ἀπὸ βάθη ζωῆς ἀναστραμμένης
Μὲς στὸ κρύο ἀσπράδι τῶν ματιῶν
Ἐκεῖ ποὺ ἀκινητεῖ ὁ Καιρὸς
Κι ἡ Σελήνη μὲ τ' ἀλλοιωμένο μάγουλο
Ἀπελπιστικὰ σιμώνει τὸ δικό μου.
Ἕνα θρόισμα σὰν ἀπὸ χαμένης
Ποὺ ξανάρχεται ἀγάπης σκοτεινὸ ἀρχινοῦν:
«Μή». Κι ὕστερα πάλι "Μή". "Μωρό μου".
«Τί σοῦ' μελλε". "Μιὰ μέρα θά τό θυμηθεῖς".
"Παιδὶ παιδάκι μὲ τὰ καστανὰ μαλλιά".
"Ἐγὼ ποὺ σ' ἀγαπῶ". "Πὲς πάντα". "Πάντα".
Κι ὅπως μέσα στὴν ἀπληστία τοῦ μαύρου
Πού ἀνοίγεται στὰ δύο περιβολιοῦ
Σβηστὸ ἀπανθρακωμένο
Πάει καὶ καταποντίζεται ὄλο τὸ ἔχει σου
Ἀνεβαίνει ἀπ' τῆς ψυχῆς τ' ἀπόνερα ἕνα
Κῦμα θολὸ ποὺ οἱ φυσαλίδες του εἶναι
Ἄλλα τόσα παλιὰ ἡλιοβασιλέματα
Παράθυρα τρεμάμενα στὸ φῶς τοῦ ἑσπερινοῦ
Μιὰ στιγμὴ ποὺ προσπέρασες τὴν εὐτυχία
Σὰν τραγούδι ὅπου κρύφτηκε μήπως τὸ δεῖς
Δακρυσμένο γιὰ σένα ἕνα κορίτσι --
Ὅλα τῆς ἀγκαλιᾶς τὰ ἱερὰ καὶ τοῦ ὅρκου
Τίποτα τίποτα δὲν πῆε χαμένο
Ἀπόψε βράδυ Αὐγούστου ὀχτὼ
Μέσ' ἀπ' τὴ χλώρη τοῦ βυθοῦ καὶ πάλι
Τὸ ἴδιο ἐκεῖνο ἀτέρμονο ἀνατρίχιασμα
Μονοθροεῖ καὶ συνθροεῖ τὰ φύλλα
Μονολογεῖ στὴν ἀραμαϊκὴ τοῦ ἀπόκοσμου:
"Παιδὶ παιδάκι μὲ τὰ καστανὰ μαλλιὰ
Σοῦ 'μελλε νὰ χαθεῖς ἐδῶ γιὰ νὰ σωθεῖς μακριά".
"Σοῦ 'μελλε νὰ χαθεῖς ἐδῶ γιὰ νὰ σωθεῖς μακριά".
Κι ἄξαφνα σὰν τὰ πρὶν καὶ τὰ μετὰ ἰδωμένα.
Βατὲς ὅλες οἱ θάλασσες μὲ τὰ λουλούδια
Μόνος ἀλλ' ὄχι μόνος. Ὅπως πάντα.
Ὅπως τότε νέος ποὺ προχωροῦσα
Μὲ κενὴ τὴ θέση στὰ δεξιά μου
Καὶ ψηλὰ μ' ἀκολουθοῦσε ὁ Βέγας
Τῶν ἐρώτων μου ὅλων ὁ Πολιοῦχος.
1965._
ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ, "Τα Ἑτεροθαλῆ", ΙΚΑΡΟΣ, Αθήνα 1980.
" ΤΟ ΣΧΕΔΟΝ ΑΛΥΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ
ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΑΦΙΕΤΑΙ ΚΑΠΟΙΟΣ
ΝΑ ΑΠΟΒΛΑΚΩΝΕΤΑΙ
ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ,
ΟΥΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΑΝΙΣΧΥΡΟΤΗΤΑ"
TH. ADORNO