ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΟΝ ΠΑΠΟΥΛΗ

Γράφει: ΦΩΤ.ΦΩΤ

(Δημοσίευση: 2 Ἀπριλίου 2007)



Χρόνια περάσαν από τότε που έφυγες Παππούλη χωρίς γυρισμό. Πού άραγε να πήγες; Πώς περνάς; Δε μάθαμε ακόμα, περιμένουμε.

Κι’ όμως σε πεθύμησε τόσο πολύ η ψυχή μας κι’ ίσως –ποιος ξέρει– πεθύμησες και συ εμάς. Ίσως πεθύμησες να μάθης λίγα απ’ τα δικά μας τα σημερινά. Ίσως πεθύμησες ακόμα τα χρόνια κείνα τα δικά σου, που ζούσες και συ στο φως. Τότε που η μεγάλη σου καρδιά γευόταν τη λίγη χαρά της ζωής και στοίβαζε μέσα της, απανωτές τις πίκρες. Πώς άραγε τις χώραγε; Κι’ όμως έστεκες σαν τον γέρο δέντρο τον καψαλισμένο από τον κεραυνό. Σα δρυς!

Χρόνια περάσανε λοιπόν από τότε. Και τα σημάδια τ’ ουρανού, αδιάφορα για το δικό σου το χαμό, εξακολουθούν το δρομολόγιό τους, σα να μη συνέβη τίποτα. Μόνο συ, ο άνθρωπος ο σοφός, είσαι τόσο βιαστικά περαστικός. Γιατί;

Πήγα προχτές στον τόπο μας, παππούλη, εκεί που πέρασες όλη σου τη ζωή, εκεί που έζησα ...όλη μου τη ζωή. Στην άγια εκείνη γη. Πως να μην είναι άγια; Από το χώμα της δανείστηκαν τη ζωή οι πατεράδες μας και την κληροδοτήσανε σε μας. Και κει τώρα η ζωή, χρόνια κείται θαμένη. Χώμα ανακατεμένο με ζωή. Ακόμα και η σκόνη που σηκώνεται σα σύννεφο και πάει ψηλά, έχει κι’ αυτή μόρια από τη σάρκα των προγόνων μας. Και το χώμα του χωραφιού που το ενύ του δουλευτή του σημερινού το σχίζει, έχει κι’ αυτό χνώτο από ιδρώτα των παππούδων.

Όλη αυτή τη γη, πήγα και την περπάτησα, πήγα και την ερώτησα, πήγα και μίλησα μαζί της. Πήγα και βρήκα τ’ αχνάρια σου παππούλη, που ο ασυμβίβαστος, ο ακαταμάχητος αυτός εχθρός μας, ο καιρός, δεν τα κατάφερε να σβύση κι’ ούτε θα το μπορέση, όσο υπάρχει μνήμη ζωντανή.

Πήγα στο σπίτι μας. Εκεί που – «της καρδιάς κρυφό μαργαριτάρι και της ζωής σεμνό προσκυνητάρι...» - σα βρέφος και σα νήπιο, βύζαξα με χαρά τη ζωή, με όλους τους χυμούς της. Όμως σα βρέθηκα μπροστά του κι’ ένοιωσα τη σιωπή του κι’ αγροίκισα το κλάμα του, προσκύνημα, είχα την αίσθηση πως κάνω, σε τάφο πολυκαιρινό. Χωρίς να θέλω μπαίνοντας, έφερα το χέρι στο σημείο του Σταυρού.

Το τζάκι!!. Ω... το τζάκι!! Ποιός βασιλιάς του κόσμου τούτου, μπορεί νάχη γνωρίση θρόνο καλύτερο τάχα; Ας μη γελιέται. Κανένα παραμύθι δε μπόρεσε να φτάση ό,τι αυτό ήταν στην πραγματικότητα. Εκεί ζυμώθηκε η ζωή μας με το μοναδικό υλικό ευτυχίας και πήραμε λίγο σαν απόθεμα για το υπόλοιπο του βίου. Αργότερα, τίποτα πια. Κι’ αν κάποτε αναζητήσουμε μια κάποια γεύση ευτυχίας, στη μνήμη πάλι εκεί γυρνάμε.

Στο ένα παραγώνι εσύ με την κυρούλα, στο άλλο ο πατέρας, η μητέρα και γω... ο κόσμος όλος δικός μου. Στη μέση έκαιγε η φωτιά και φώτιζε τα πρόσωπά μας, σα να μας δάνειζε ελπίδα, σα να μας έδινε ζωή. Και ο καπνός ανέβαινε ολόρθος και συμπλεκότανε έξω με τον αέρα κι’ αγωνιζόταν, σαν από καθήκον, να δείξη της ζωής την παρουσία. Η γιαγιά έφερνε τόσο σιμά το λύκο με το παραμύθι κι’ ο θυμωμένος ο βοριάς, χτύπαγε το παράθυρο, σα νάθελε να με τρομάξη. Του κάκου. Ποιος μπορούσε να νοιώση αίσθημα άλλο από σιγουριά, στην αγκαλιά τόσων ηρωϊκών μορφών;

Σβυσμένο το φτωχό καντήλι κρέμεται κι’ αυτό για να θυμίζη το ευλογημένο χέρι, που χωρίς ούτε μια απουσία, έβαζε κάθε βράδυ, τη μικρή φλόγα να καίη, σε διαρκή προσευχή. Άδεια η κάμαρα δίπλα με ξέστρωτο το παλιό κρεββάτι. Κι’ όμως κάποτε είχε ψυχή.

Βγήκα φορτωμένος στην ψυχή έτσι που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσω, αν αυτό που ένοιωθα, ανήκε περισότερο στη ζωή ή στο θάνατο.

Επήγα στο μεγάλο μας χωράφι Παππούλη. Εκεί που χρόνια το παίδεψες και σε παίδεψε, προσπαθώντας χώμα εσύ με πνοή Θεού, να δώσης στου χωραφιού σου το χώμα, την ανθρώπινη πνοή σου, να το κάνης να φυτρώση ζωή. Και το πέτυχες. Τα δεντράκια που φύτευες τότε, μεγάλωσαν σαν τα παιδιά και μιλάνε για σένα τώρα κι’ ίσως σ’ αναζητούν.

Περπάτησα, πήγα στ’ αμπέλι σου. Ήταν το χτήμα πούκρυβε το θησαυρό σου. Όποια κατεύθυνση και νάπαιρνες, σου ήταν δύσκολο να μην περάσης κι’ από κει.

Και να που τώρα είναι μια ίδια, μια ολόϊδια ώρα, σαν και κείνες τότες του Μαρτιού, που σκυμμένος ολημερίς απάνω του, χάϊδευες τα κούρβουλά του, σα νάτανε παιδιά. Πού να δώσης πίστη, άλλος ν’ αναλάβη το έργο αυτό που ανήκε στο γεροκαθηγητή. «Για βάλε νιούς και σκάψε με, γέρους και κλάδεψε με» έλεγε το τραγούδι. Εγώ, τότε σκολιαρούδι (πως πέρασαν τα χρόνια σα νερό! Το μικρό εκείνο εγγόνι, με γκρίζα τώρα τα μαλλιά κι απανωτές ρυτίδες χαράζει τούτες τις γραμμές) μάζευα πίσω τις κλιματόβεργες. Μα μ’ έχανες ξαφνικά, που τόσκαγα για παιγνίδια και σαν κυττούσες γύρω και δεν μ’ έβλεπες χαμογελούσες καλοκάγαθα.

Κι’ όταν αργότερα γυρνούσα, ήξερες πως είχε ρθη η ώρα. Ξεκρέμαγες από την αχλαδιά το σακκουλάκι και πιάναμε στην πεζούλα τη λιακάδα.

Και τι δεν περιείχε το μικρό αυτό σακκουλάκι. Όλου του κόσμου τ’ αγαθά. Λίγο τυρί, λίγο ψωμί, λίγες εληές, κανά κρεμμύδι, καμμιά φορά και ταραμά και ένα μπουκαλάκι μαγικό... Τ’ άπλωνες πάνω στην πετσέτα που τάχες τυλίξει, με ικανοποίηση, σα να προσέφερες το καλύτερο γεύμα. Κι είχες δίκηο. Κανένα μέχρι σήμερα δεν έχει φτάσει τη νοστιμάδα εκείνου. Γιατί;

Σε λίγο σήκωνες ψηλά το μπουκαλάκι σα νάταν δισκοπότηρο –δεν περιείχε άλλωστε και κάτι πολύ διάφορο– και βάζοντάς το στα χείλη κυτούσες προς τον ουρανό σα να ευχαριστούσες το Θεό, που στα είχε όλα πλούσια δοσμένα... Ήταν η στιγμή της Θείας Μετάληψης, για σένα.

«Να έχης μεγάλη καρδιά» μου έλεγες... Ήταν σπάνιο να βρεθή κάτι να σε κάνη να θυμώσης. Που εύρισκες τόση γαλήνη και κείνη τη μακαριότητα που απλωνότανε στο πρόσωπό σου; Κάπου κάπου άναβες και κανά τσιγαράκι που έβγαζες τσαλακωμένο απ’ το τσεπάκι κι’ έλεγες και τους σταυραητούς σου. Τίποτα δε μαρτυρούσε πως η ζωή σου δεν κύλαγε δίχως παράπονο. Εκτός από κανά βαθύ αναστεναγμό σου, τόσο δυσνόητο για μένα... Ναι... για το γυιό σου, τον πατέρα μου, που τον έχασες στα 35 του...

Όμως πέρασαν «βέβηλοι κουρσάροι» από το χτήμα σου αυτό και βάλανε πριόνι κοφτερό στα κούρβουλά του. Πάει το φλέρι, το σκολοπινόχτρι. Αφού ο χρόνος θέρισε τον αφέντη, πως ήθελες να σεβαστή τα έργα των χειρών του;

Έκατσα – γονάτισα μπορώ να ειπώ, γιατί έννοιωθα σα να βρισκόμουν μέσα σε ναό – στην ίδια εκείνη θέση. Ούτε ψυχή δεν ήταν γύρω, ούτε το πρώτο χελιδόνι στον ουρανό είχε φανή.

Σ’ ένοιωθα εκεί δίπλα μου, όπως τόσα χρόνια πριν, άκουσα τη φωνή σου, είδα το πρόσωπό σου. Έκατσα ώρα πολλή σα να προσευχόμουν. Στην πραγματικότητα μιλούσα μαζί σου. Συνήλθα και αναζήτησα ένα τσιγάρο. Το άναψα κι άφησα ένα δίπλα μου, εκεί στη θέση τη δική σου...

Ο ήλιος έλαμπε ψηλά κι’ η φύση γύρω πλημμυρισμένη στο φως, όλα ίδια όπως τότε, εκτός... από τα τριάντα χρόνια που έχουνε περάσει.

Πήρα, βαριά τα βήματά μου, τ’ ανηφοράκι που πάει για το χωριό. Κάθε τόσο γύριζα κι’ έρριχνα πίσω μου ένα βλέμμα. Νόμιζα ακόμα θα σε ιδώ. Κι όσο απομακρυνόμουνα, τόσο ερχότανε στ’ αυτιά μου, ο γνώριμος εκείνος ήχος του κλαδευτηριού σου. «Χρινκ, χρινκ...». 
ΦΩΤ. ΦΩΤ.

0 Σχόλια

Δεν υπάρχουν σχόλια.

Υποβολή σχολίου
Δεν θα δημοσιευθεί

Ειδοποίησέ με μέσω e-mail σε απαντήσεις
Συλλαβισμός Συλλαβισμός

Tsipras-01

Κείμενα του ιδίου :

Πρόσφατες δημοσιεύσεις

γιά τήν σύνδεση στο Forum...





Αρχή σελίδας